πολυωνύμως

πολυωνύμως
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
adverbial
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՆՈՒՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 413 Chronological Sequence: 8c մ. πολυωνύμως multis nominibus Բազում անուամբք, կամ ըստ բազում գլխոց. *Զամենայնի պատճառն աստուածիմաստքն բազմանունապէս օրհնաբանեն. որպէս զբարի, որպէս զազնիւ, որպէս զիմաստուն, եւ այլն. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”